- προσθετικός
- -ή, -ό / προσθετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [προστίθημι]ο κατάλληλος για πρόσθεση, αυτός που συντελεί στην πρόσθεση («προσθετική μηχανή»)νεοελλ.φρ. α) «προσθετική ομάδα»(βιοχ.) το μη πρωτεϊνικό τμήμα τού μορίου τών ετεροπρωτεϊνών, που αποχωρίζεται με υδρόλυση, χημική ή ενζυμικήβ) «προσθετικές εργασίες»ιατρ. τοποθέτηση τεχνητών δοντιώναρχ.-μσν.αυτός που προσδίδει, που παρέχει πρόσθετες δυνατότητες («δύναμις προσθετική εἰς τὸ τίκτειν», Ευσ.)αρχ.1. αυτός που ανήκει στη θρέψη, θρεπτικός («προσθετικά βοηθήματα», Γαλ.)2. αστρον. (για πλανήτες) προχωρητικός («προσθετικὸν ἡμικύκλιον», Πτολ.)3. (για τον Ήλιο) εκείνος που παρουσιάζει μεγαλύτερη θερμότητα («τροπὴ προσθετικωτέρα», παπ.).επίρρ...προσθετικῶς Αμε τη θρέψη («προσθετικῶς θεραπεύειν», Αέτ.).
Dictionary of Greek. 2013.